μποτσέλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μποτσέλο | τα | μποτσέλα |
γενική | του | μποτσέλου | των | μποτσέλων |
αιτιατική | το | μποτσέλο | τα | μποτσέλα |
κλητική | μποτσέλο | μποτσέλα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μποτσέλο < υποκοριστικό του μπότσος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμποτσέλο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) εργαλείο που χρησιμοποιείται στη στερέωση αντικειμένων στα πλοία και βαρέα οχήματα , μικρός μπότσος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- Παλάσκας Λ., Κουμελάς Α., Ιωάννου Φ. «Ονοματολόγιον ναυτικόν», Εκ του Βασιλικού Τυπογραφείου, Εν Αθήναις 1858, σ.18 (στα Google books) [Τὸ ἔχμα, τὸ ἐχμάτιον, la saisine, ὁ μπότσος, τὸ μποτσέλο, stopper, lashing.]