μποξάς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μποξάς | οι | μποξάδες |
γενική | του | μποξά | των | μποξάδων |
αιτιατική | τον | μποξά | τους | μποξάδες |
κλητική | μποξά | μποξάδες | ||
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμποξάς αρσενικό
- (λαϊκότροπο, παρωχημένο) σάλι
- (λαϊκότροπο, παρωχημένο) ύφασμα με το οποίο τυλίγουμε διάφορα πράγματα ή ρούχα σχηματίζοντας μπόγο μεταφοράς τους
- ※ Ο Τρύφωνας είχε μόνο τον μποξά με τις αλλαξιές που του ετοίμασε η Μάρθα και το ρολόι του σταθμού, που το έβαλε και αυτό στον μποξά.
- Ζαφείρης Αλεξιάδης, Αλήμπεη, Αλεξανδρούπολη: Εθνολογικό Μουσείο Θράκης, 2007. σελ. 34
- ※ Ο Τρύφωνας είχε μόνο τον μποξά με τις αλλαξιές που του ετοίμασε η Μάρθα και το ρολόι του σταθμού, που το έβαλε και αυτό στον μποξά.