μπολσεβικικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπολσεβικικός < μπολσεβίκος
Επίθετο
επεξεργασίαμπολσεβικικός, -ή, -ό και μπολσεβίκικος
- σχετικός με τους μπολσεβίκους ή τον μπολσεβικισμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπολσεβικικός
μπολσεβικικός, -ή, -ό και μπολσεβίκικος