Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπολσεβίκικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μπολσεβίκικ
ος
η
μπολσεβίκικ
η
το
μπολσεβίκικ
ο
γενική
του
μπολσεβίκικ
ου
της
μπολσεβίκικ
ης
του
μπολσεβίκικ
ου
αιτιατική
τον
μπολσεβίκικ
ο
την
μπολσεβίκικ
η
το
μπολσεβίκικ
ο
κλητική
μπολσεβίκικ
ε
μπολσεβίκικ
η
μπολσεβίκικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μπολσεβίκικ
οι
οι
μπολσεβίκικ
ες
τα
μπολσεβίκικ
α
γενική
των
μπολσεβίκικ
ων
των
μπολσεβίκικ
ων
των
μπολσεβίκικ
ων
αιτιατική
τους
μπολσεβίκικ
ους
τις
μπολσεβίκικ
ες
τα
μπολσεβίκικ
α
κλητική
μπολσεβίκικ
οι
μπολσεβίκικ
ες
μπολσεβίκικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπολσεβίκικος
<
μπολσεβίκος
Επίθετο
επεξεργασία
μπολσεβίκικος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
μπολσεβικικός