↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μπεσαλίδικος η μπεσαλίδικη το μπεσαλίδικο
      γενική του μπεσαλίδικου της μπεσαλίδικης του μπεσαλίδικου
    αιτιατική τον μπεσαλίδικο την μπεσαλίδικη το μπεσαλίδικο
     κλητική μπεσαλίδικε μπεσαλίδικη μπεσαλίδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μπεσαλίδικοι οι μπεσαλίδικες τα μπεσαλίδικα
      γενική των μπεσαλίδικων των μπεσαλίδικων των μπεσαλίδικων
    αιτιατική τους μπεσαλίδικους τις μπεσαλίδικες τα μπεσαλίδικα
     κλητική μπεσαλίδικοι μπεσαλίδικες μπεσαλίδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπεσαλίδικος < μπεσαλής + -ικος

  Επίθετο

επεξεργασία

μπεσαλίδικος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία