μπερτάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπερτάκι | τα | μπερτάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μπερτάκι | τα | μπερτάκια |
κλητική | μπερτάκι | μπερτάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπερτάκι < μπερντάχι με παρετυμολογία προς το υποκοριστικό επίθημα -άκι < (άμεσο δάνειο) τουρκική perdah < περσική پرداخت (pardākht)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπερτάκι ουδέτερο
- (ιδιωματικό, παρωχημένο) ιδιωματική μορφή του μπερντάχι
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπερτάκι
|
Πηγές
επεξεργασία- μπερντάχι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μπερτάκι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)