μπαλένα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπαλένα | οι | μπαλένες |
γενική | της | μπαλένας | των | μπαλενών |
αιτιατική | την | μπαλένα | τις | μπαλένες |
κλητική | μπαλένα | μπαλένες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπαλένα < (αντιδάνειο) (άμεσο δάνειο) ιταλική balena < αρχαία ελληνική φάλαινα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπαλένα θηλυκό και μπανέλα
- ελαστικά υποκατάστατα δοντιών σε ορισμένα είδη φάλαινας
- ↪ οι μπαλένες δεν επιτρέπουν στο πλαγκτόν να φύγει από το στόμα της φάλαινας
- έλασμα κατασκευασμένο από τα δόντια αυτά (1) ή από άλλο σκληρό υλικό
- ↪πήγαινε στο ψιλικατζίδικο και πάρε μου δυο μπαλένες για πουκάμισο