μπανέλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπανέλα | οι | μπανέλες |
γενική | της | μπανέλας | των | μπανελών |
αιτιατική | την | μπανέλα | τις | μπανέλες |
κλητική | μπανέλα | μπανέλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπανέλα < μπαλένα (αντιμετάθεση λ και ν)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπανέλα θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπανέλα
→ δείτε τη λέξη μπαλένα |