Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπακάλικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μπακάλικ
ος
η
μπακάλικ
η
το
μπακάλικ
ο
γενική
του
μπακάλικ
ου
της
μπακάλικ
ης
του
μπακάλικ
ου
αιτιατική
τον
μπακάλικ
ο
την
μπακάλικ
η
το
μπακάλικ
ο
κλητική
μπακάλικ
ε
μπακάλικ
η
μπακάλικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μπακάλικ
οι
οι
μπακάλικ
ες
τα
μπακάλικ
α
γενική
των
μπακάλικ
ων
των
μπακάλικ
ων
των
μπακάλικ
ων
αιτιατική
τους
μπακάλικ
ους
τις
μπακάλικ
ες
τα
μπακάλικ
α
κλητική
μπακάλικ
οι
μπακάλικ
ες
μπακάλικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπακάλικος
<
μπακάλης
Επίθετο
επεξεργασία
μπακάλικος, -η, -ο
σχετικός με
μπακάλη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπακάλικος