μπαγκατέλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπαγκατέλα | οι | μπαγκατέλες |
γενική | της | μπαγκατέλας | — | |
αιτιατική | την | μπαγκατέλα | τις | μπαγκατέλες |
κλητική | μπαγκατέλα | μπαγκατέλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπαγκατέλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική bagattella με απλοποίηση του < tt > και του < ll >
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ba.ɡaˈte.la/ & /ba.kaˈte.la/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπαγκατέλα θηλυκό
- παλιό ή άχρηστο αντικείμενο, σαράβαλο
- (μεταφορικά) γυναίκα μεγάλης ηλικίας, που τα χρόνια την έχουν κάνει δυσκίνητη
- ανόητες κουβέντες, χαζομάρες
- (μουσική μορφολογία) είδος οργανικού κομματικού, σύντομου, με παιχνιδιάρικο χαρακτήρα
- ο Μπετόβεν συνέθεσε αρκετές μπαγκατέλες όπως η γνωστή «για την Ελίζα» (für Elise)
Άλλες γραφές
επεξεργασίαΆλλες μορφές
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- μπαγκατέλα στη Βικιπαίδεια (μουσική)
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπαγκατέλα
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ μπαγκατέλα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας