μπακατέλα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπακατέλα | οι | μπακατέλες |
γενική | της | μπακατέλας | — | |
αιτιατική | την | μπακατέλα | τις | μπακατέλες |
κλητική | μπακατέλα | μπακατέλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπακατέλα < μπαγκατέλα με προφορά [g] > [k]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ba.kaˈte.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπα‐κα‐τέ‐λα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπακατέλα θηλυκό
- άλλη προφορά του μπαγκατέλα
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)