μπάντζο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπάντζο | τα | μπάντζα |
γενική | του | μπάντζου | των | μπάντζων |
αιτιατική | το | μπάντζο | τα | μπάντζα |
κλητική | μπάντζο | μπάντζα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπάντζο < (άμεσο δάνειο) αγγλική banjo
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈban.d͡zο/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μπά‐ντζο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπάντζο ουδέτερο
- έγχορδο μουσικό όργανο, σαν την κιθάρα
Δείτε επίσης
επεξεργασία- banjo στην αγγλική Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπάντζο
Πηγές
επεξεργασία- μπάντζο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας