Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μουσοτραφής η μουσοτραφής το μουσοτραφές
      γενική του μουσοτραφούς* της μουσοτραφούς του μουσοτραφούς
    αιτιατική τον μουσοτραφή τη μουσοτραφή το μουσοτραφές
     κλητική μουσοτραφή(ς) μουσοτραφής μουσοτραφές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μουσοτραφείς οι μουσοτραφείς τα μουσοτραφή
      γενική των μουσοτραφών των μουσοτραφών των μουσοτραφών
    αιτιατική τους μουσοτραφείς τις μουσοτραφείς τα μουσοτραφή
     κλητική μουσοτραφείς μουσοτραφείς μουσοτραφή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουσοτραφής < μούσ(α) + -ο- + -τραφής

  Επίθετο επεξεργασία

μουσοτραφής, -ής, -ές

  • που ασχολείται από μικρός, που έχει γαλουχηθεί, με τις τέχνες

  Μεταφράσεις επεξεργασία