Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μουσικομανής η μουσικομανής το μουσικομανές
      γενική του μουσικομανούς* της μουσικομανούς του μουσικομανούς
    αιτιατική τον μουσικομανή τη μουσικομανή το μουσικομανές
     κλητική μουσικομανή(ς) μουσικομανής μουσικομανές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μουσικομανείς οι μουσικομανείς τα μουσικομανή
      γενική των μουσικομανών των μουσικομανών των μουσικομανών
    αιτιατική τους μουσικομανείς τις μουσικομανείς τα μουσικομανή
     κλητική μουσικομανείς μουσικομανείς μουσικομανή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουσικομανής < μουσικο- + -μανής

  Επίθετο επεξεργασία

μουσικομανής, -ής, ές

  Μεταφράσεις επεξεργασία