μουσελίνα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μουσελίνα < (άμεσο δάνειο) γαλλική mousseline + -α < ιταλική mussolina < Mussolo (Μοσούλη, πόλη στο βόρειο Ιράκ)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μουσελίνα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία-
μουσελίνα στη Βικιπαίδεια