μουρτζούφλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μουρτζούφλης < μεσαιωνική ελληνική μούτζουφλος και μουρτζουφλός και μούρτζουφλος < μουτζότυφλος (μούτζα και τύφλα) ή κατ' άλλη εκδοχή μούτζα και "βολῶ" ή τρίτη εκδοχή από τα λατινικά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμουρτζούφλης αρσενικό
- ο περιφρονημένος, ο προπηλακισμένος, που τον έχουν μουρτζουφλήσει
- ο μελαγχολικός και απομονωμένος
- άκεφος, κατσούφης, σκυθρωπός