Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

μουρτζουφλώ < μουρτζούφλης

  Ρήμα επεξεργασία

μουρτζουφλώ

  1. περιφρονώ κάποιον έμπρακτα, το δείχνω βρίζοντάς τον, αποπαίρνοντάς τον, προσβάλλοντάς τον
  2. παραπατάω κάποιον σε μια γωνιά, τον εγκαταλείπω μόνο και έρημο και αβοήθητο να μαραζώσει

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία