μονόχορδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μονόχορδος < (ελληνιστική κοινή) μονόχορδος < μόνος + χορδή
Επίθετο
επεξεργασίαμονόχορδος, -η, -ο
- (μουσική) που έχει μόνο μία χορδή
- (μεταφορικά)
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μονόχορδος
|