Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μονόχηλος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μονόχηλ
ος
η
μονόχηλ
η
το
μονόχηλ
ο
γενική
του
μονόχηλ
ου
της
μονόχηλ
ης
του
μονόχηλ
ου
αιτιατική
τον
μονόχηλ
ο
τη
μονόχηλ
η
το
μονόχηλ
ο
κλητική
μονόχηλ
ε
μονόχηλ
η
μονόχηλ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μονόχηλ
οι
οι
μονόχηλ
ες
τα
μονόχηλ
α
γενική
των
μονόχηλ
ων
των
μονόχηλ
ων
των
μονόχηλ
ων
αιτιατική
τους
μονόχηλ
ους
τις
μονόχηλ
ες
τα
μονόχηλ
α
κλητική
μονόχηλ
οι
μονόχηλ
ες
μονόχηλ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μονόχηλος
<
αρχαία ελληνική
μονόχηλος
Επίθετο
επεξεργασία
μονόχηλος
που έχει
μια
χηλή
στο
πόδι
του (για
ζώο
)
Συνώνυμα
επεξεργασία
μονώνυχος
μώνυχος
Δείτε επίσης
επεξεργασία
δίχηλος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μονόχηλος