Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μονόσπερμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μονόσπερμ
ος
η
μονόσπερμ
η
το
μονόσπερμ
ο
γενική
του
μονόσπερμ
ου
της
μονόσπερμ
ης
του
μονόσπερμ
ου
αιτιατική
τον
μονόσπερμ
ο
τη
μονόσπερμ
η
το
μονόσπερμ
ο
κλητική
μονόσπερμ
ε
μονόσπερμ
η
μονόσπερμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μονόσπερμ
οι
οι
μονόσπερμ
ες
τα
μονόσπερμ
α
γενική
των
μονόσπερμ
ων
των
μονόσπερμ
ων
των
μονόσπερμ
ων
αιτιατική
τους
μονόσπερμ
ους
τις
μονόσπερμ
ες
τα
μονόσπερμ
α
κλητική
μονόσπερμ
οι
μονόσπερμ
ες
μονόσπερμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μονόσπερμος
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
μονόσπερμος, -η, -ο
που περιέχει ένα μόνο
σπέρμα
μονόσπερμος
καρπός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μονόσπερμος
γαλλικά
:
monosperme
(fr)