μονόλεφτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονόλεφτος < μονόλεπτος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /moˈno.le.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μο‐νό‐λε‐φτος
Επίθετο επεξεργασία
μονόλεφτος, -η, -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονόλεφτος
→ δείτε τη λέξη μονόλεπτος |
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .