↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μονοφυσιτισμός οι μονοφυσιτισμοί
      γενική του μονοφυσιτισμού των μονοφυσιτισμών
    αιτιατική τον μονοφυσιτισμό τους μονοφυσιτισμούς
     κλητική μονοφυσιτισμέ μονοφυσιτισμοί
Ο πληθυντικός είναι σπάνιος
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μονοφυσιτισμός < μονοφυσίτης + -ισμός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μονοφυσιτισμός αρσενικό

  1. (θρησκεία) το χριστιανικό δόγμα που διδάσκει ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού απορροφήθηκε από τη θεία
    ⮡  Η Δʹ Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνας (451 μ.Χ.) καταδίκασε το μονοφυσιτισμό ως αίρεση.

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία