μονοποικιλιακός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μονοποικιλιακός, -ή, -ό
- που φτιάχνεται από μία μόνο ποικιλία ή περιλαμάνει μία μόνο ποικιλία από κάποιο είδος
- Απλώς, όταν ένα χαρμάνι ή ένας μονοποικιλιακός καφές μάς εντυπωσιάσει, μας αρέσει να το μοιραζόμαστε με τους δικούς μας ανθρώπους. (*)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονοποικιλιακός
|