μονοαμινεργικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονοαμινεργικός < αγγλική monoaminergic < monoamine + -ergic, Μορφολογικά αναλύεται σε μονοαμίν(η) + -εργικός
Επίθετο επεξεργασία
μονοαμινεργικός, -ή, -ό
- (φαρμακευτική) που έχει τη λειτουργία της μονοαμίνης
- ※ Η ρισπεριδόνη είναι ένας εκλεκτικός μονοαμινεργικός ανταγωνιστής με μοναδικές ιδιότητες (Okedi, INN-risperidone, Παράρτημα Ι, Περίληψη των χαρακτηριστικών του προϊόντος, [1])
Μεταφράσεις επεξεργασία
μονοαμινεργικός