Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μολυβοθήκη
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
μολυβοθήκ
η
οι
μολυβοθήκ
ες
γενική
της
μολυβοθήκ
ης
των
μολυβοθηκ
ών
αιτιατική
τη
μολυβοθήκ
η
τις
μολυβοθήκ
ες
κλητική
μολυβοθήκ
η
μολυβοθήκ
ες
Κατηγορία
όπως «
νίκη
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μολυβοθήκη
<
μολύβ(ι)
+
-ο-
+
-θήκη
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μολυβοθήκη
θηλυκό
δοχείο ή θήκη για
μολύβια
,
στιλό
και άλλα είδη γραφείου
(
παρωχημένο
)
κασετίνα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μολυβοθήκη
αγγλικά
:
pencil holder
(en)
,
pencil pot
(en)
,
pen holder
(en)
·
penholder
(en)