μισμαγιά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μισμαγιά | οι | μισμαγιές |
γενική | της | μισμαγιάς | των | μισμαγιών |
αιτιατική | τη | μισμαγιά | τις | μισμαγιές |
κλητική | μισμαγιά | μισμαγιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μισμαγιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μισμαγιά θηλυκό
- ανθολογία, η λέξη αναφέρεται σε συλλογές, συχνά χειρόγραφες κειμένων και ποιημάτων, τραγουδιών στην ελληνική γλώσσα κυρίως κατά τον 17ο-18ο αιώνα (προεπαναστατικά), στην Κωνσταντινούπολη / στο Φανάρι και αλλού, με ανώνυμη συνήθως ύλη
- ※ Στις χειρόγραφες ανθολογίες που περιέχουν συλλογές φαναριώτικων τραγουδιών , τις γνωστές με τον τουρκικό όρο «μισμαγιά» ή «μετζμουάς» ( από την τουρκική λέξη megmua = ανθολογία , συλλογή ) (Μνήμη Λέανδρου Βρανούση : πρακτικά επιστημονικού συμποσίου Αθήνα, 10-11 Μαΐου 1995, Ὅμιλος μελέτης τοῦ ἑλληνικοῦ Διαφωτισμοῦ, 1997)
- ※ " ... Μιά τέτοια χειρόγραφη ανθολογία (μισμαγιά) βρίσκεται στήν κατοχή μου". Πρόκειται γιά χειρόγραφο σχήματος στενόμακρου «μπλόκ», διαστάσεων ύψους 0,170, πλάτους 0,119, των αρχών του 19ου αιώνα. (Ελληνογαλλικά: αφιέρωμα στον Roger Milliex για τα πενήντα χρόνια της Ελληνικής παρουσίας του, Εταιρεία Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου, 1990)
- ※ Εις Ιάσιον και Βουκουρέστιον ευρισκόμενος πρό χρόνων ήδη ικανών, εσύναξα από διάφορα καταστιχάκια ( κοινώς «μισμαγιά» λεγόμενα ) των φίλων μου διάφορα στιχουργήματα , από τα οποία απεφάσισα , διά παρακινήσεως τινών φίλων μου να τα τυπώσω όσα βλέπετε στο παρόν φυλλάδιο (Βασική Βιβλιοθήκη «Αετού», Σειρά πρώτη, Τόμος 11, Ι.Ν. Ζαχαρόπουλος, 1954, σελ. 69)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μισμαγιά
|