μισιονάριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μισιονάριος < (λόγιο δάνειο) λατινική missionarius[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mi.si.oˈna.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐σι‐ο‐νά‐ρι‐ος
Ουσιαστικό επεξεργασία
μισιονάριος αρσενικό
- (χριστιανισμός) ιεραπόστολος της καθολικής εκκλησίας
- ※ Ο θρησκευτικός προσηλυτισμός δεν είχε επιτυχία στην Ελλάδα, «διότι οι μισιονάριοι είχαν υποτιμήσει την ταύτιση έθνους και θρησκείας τον 19ο αιώνα». Μεγάλης σημασίας ήταν το εκδοτικό έργο των μισιονάριων που στο τυπογραφείο τους στη Μάλτα τύπωναν εγχειρίδια σε πολλές γλώσσες.
- Βατόπουλος, Νίκος (3 Μαρτίου 2006), Αμερικανοί μισιονάριοι στην Ελλάδα του 19ου αιώνα, Η Καθημερινή
- ※ Ο θρησκευτικός προσηλυτισμός δεν είχε επιτυχία στην Ελλάδα, «διότι οι μισιονάριοι είχαν υποτιμήσει την ταύτιση έθνους και θρησκείας τον 19ο αιώνα». Μεγάλης σημασίας ήταν το εκδοτικό έργο των μισιονάριων που στο τυπογραφείο τους στη Μάλτα τύπωναν εγχειρίδια σε πολλές γλώσσες.
Άλλες γραφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μισιονάριος
→ δείτε τη λέξη ιεραπόστολος |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ μισιονάριος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- μισιονάριος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)