μισσιονάριος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μισσιονάριος < μη απλοποιημένο λόγιο δάνειο από τη λατινική missionarius
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mi.si.oˈna.ɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μισ‐σι‐ο‐νά‐ρι‐ος
Ουσιαστικό επεξεργασία
μισσιονάριος αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
μισσιονάριος
→ δείτε τη λέξη ιεραπόστολος |