ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μισθωτήριον τὰ μισθωτήρι
      γενική τοῦ μισθωτηρίου τῶν μισθωτηρίων
      δοτική τῷ μισθωτηρί τοῖς μισθωτηρίοις
    αιτιατική τὸ μισθωτήριον τὰ μισθωτήρι
     κλητική ! μισθωτήριον μισθωτήρι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μισθωτηρίω
γεν-δοτ τοῖν  μισθωτηρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
μισθωτήριον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μισθω(τής) + -τήριον
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: μισθωτήριο με διαφορετική σημασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μισθωτήριον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  • τόπος προσλήψης μισθωτών εργατών
    Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Ο
    <ὄψ' ἦλθες, ἀλλ' εἰς τὸν Κολωνὸν ἵεσο> ἐπὶ τῶν μισθωτῶν ἔλεγον. τοὺς ἐπὶ τὸ ἔργον ἐλθόντας ὀψέ, ἀπέλυον πάλιν εἰς τὸ μισθωτήριον· τὸ δὲ ἦν ἐν Κολωνῷ

Συγγενικά

επεξεργασία