μισακάρικος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
μισακάρικος
- (λαϊκότροπο) που έχει σχέση με μισακάρη ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- ※ Ο μισακάρικος τρόπος καλλιέργειας από γεωργούς (κολίγους) εγκατεστημένους στα αγροκτήματα με τις οικογένειές τους ήταν το κύριο χαρακτηριστικό του καθεστώτος των τσιφλικιών στα Βαλκάνια (Κωνσταντίνα Πανάγου, ανακτήθηκε στις 31/7/2022 από το αποθετήριο olympias.lib.uoi.gr)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μισακάρικος
|