Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μινύρισμα τα μινυρίσματα
      γενική του μινυρίσματος των μινυρισμάτων
    αιτιατική το μινύρισμα τα μινυρίσματα
     κλητική μινύρισμα μινυρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μινύρισμα < (ελληνιστική κοινήμινύρισμα < αρχαία ελληνική μινυρός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μινύρισμα ουδέτερο

  1. σιγανό κελάηδημα
    Κάτω εἰς τὸ βάθος, εἰς τὸν λάκκον, εἰς τὸ βάραθρον, ὡς κελάρυσμα ρύακος εἰς τὸ ρεῦμα, φωνὴ ἐκ βαθέων ἀναβαίνουσα, ὡς μύρον, ὡς ἄχνη, ὡς ἀτμός, θρῆνος, πάθος, μελῳδία, ἀνερχομένη ἐπὶ πτίλων αὔρας νυκτερινῆς, αἰρομένη μετάρσιος, πραεῖα, μειλιχία, ἄδολος, ψίθυρος, λιγεῖα, ἀναρριχωμένη εἰς τὰς ριπάς, χορδίζουσα τοὺς ἀέρας, χαιρετίζουσα τὸ ἀχανές, ἱκετεύουσα τὸ ἄπειρον, παιδική, ἄκακος, ἑλισσομένη, φωνὴ παρθένου μοιρολογούσης, μινύρισμα πτηνοῦ χειμαζομένου, λαχταροῦντος τὴν ἐπάνοδον τοῦ ἔαρος. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ὁ Ξεπεσμένος Δερβίσης, 1895)
  2. ήχος από το ελαφρό θρόισμα των δένδρων ή από τον ελαφρό ήχο ύδατος που ακούγεται από ρυάκι

  Μεταφράσεις επεξεργασία