Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροχρηματοδότηση οι μικροχρηματοδοτήσεις
      γενική της μικροχρηματοδότησης* των μικροχρηματοδοτήσεων
    αιτιατική τη μικροχρηματοδότηση τις μικροχρηματοδοτήσεις
     κλητική μικροχρηματοδότηση μικροχρηματοδοτήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μικροχρηματοδοτήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικροχρηματοδότηση < μικρο- + χρηματοδότηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική microfinance)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικροχρηματοδότηση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία