μικροφάγα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | μικροφάγα | ||
γενική | των | μικροφάγων | ||
αιτιατική | τα | μικροφάγα | ||
κλητική | μικροφάγα | |||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μικροφάγα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική microphage < αρχαία ελληνική μικρός + ἔφαγον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικροφάγα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (μικροβιολογία) μικρά φαγοκύτταρα / κοκκιοκύτταρα που συμβάλλουν στην καταστροφή των μικροβίων
Μεταφράσεις
επεξεργασία μικροφάγα
|