κοκκιοκύτταρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοκκιοκύτταρο ουδέτερο
- λευκά αιμοσφαίρια, μικροφάγα φαγοκύτταρα που ανήκουν στο σύστημα του ανοσοποιητικού· χωρίζονται σε βασεόφιλα κοκκιοκύτταρα, ηωσινόφιλα κοκκιοκύτταρα και ουδετερόφιλα (ονομάστηκαν έτσι από την παρουσία κοκκίων στο κυτταρόπλασμά τους)
Μεταφράσεις επεξεργασία
κοκκιοκύτταρο