Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

microphage < micro- + -phage

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mikʁɔfaʒ/

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
microphage microphages

microphage (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
microphage microphages

microphage (fr) αρσενικό

  • ζώο που τρέφεται με πολύ μικρά θηράματα