microphage
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
microphage | microphages |
microphage (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που τρέφεται με πολύ μικρά θηράματα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
microphage | microphages |
microphage (fr) αρσενικό
- ζώο που τρέφεται με πολύ μικρά θηράματα