μικροπολιτική
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mi.kɾo.po.li.tiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐κρο‐πο‐λι‐τι‐κή
- ομόηχο: μικροπολιτικοί
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροπολιτική θηλυκό
- (πολιτική, μειωτικό) άσκηση πολιτικής χωρίς ευρείς στόχους (κοντόθωρη,μικρόπνοη), με σκοπό το στενό κέρδος (λ.χ. προσωπικό, οικογενειακό, κομματικό)
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροπολιτική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
μικροπολιτική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του μικροπολιτικός
Πηγές επεξεργασία
- μικροπολιτική - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας