Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μικρομηκάς οι μικρομηκάδες
      γενική του μικρομηκά των μικρομηκάδων
    αιτιατική τον μικρομηκά τους μικρομηκάδες
     κλητική μικρομηκά μικρομηκάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μικρομηκάς < (ταινία) μικρ(ού) + -ο- + μήκ(ους) + -άς[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /mi.kɾo.miˈkas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μι‐κρο‐μη‐κάς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μικρομηκάς αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία