πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μικροκρύσταλλος οι μικροκρύσταλλοι
      γενική του μικροκρύσταλλου
& μικροκρυστάλλου
των μικροκρύσταλλων
& μικροκρυστάλλων
    αιτιατική τον μικροκρύσταλλο τους μικροκρύσταλλους
& μικροκρυστάλλους
     κλητική μικροκρύσταλλε μικροκρύσταλλοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μικροκρύσταλλος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1 2 μικροκρύσταλλος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)