μικροεπεξεργαστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μικροεπεξεργαστής < μικρο- + επεξεργαστής (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική microprocessor
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικροεπεξεργαστής αρσενικό
- (πληροφορική) ένα εξάρτημα που περιλαμβάνει τις περισσότερες ή όλες τις λειτουργίες της κεντρικής μονάδας επεξεργασίας ενός υπολογιστή
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μικροεπεξεργαστής