↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μικροεγκληματικότητα οι μικροεγκληματικότητες
      γενική της μικροεγκληματικότητας των μικροεγκληματικοτήτων
    αιτιατική τη μικροεγκληματικότητα τις μικροεγκληματικότητες
     κλητική μικροεγκληματικότητα μικροεγκληματικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μικροεγκληματικότητα (νεολογισμός) < μικρο- + εγκληματικότητα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μικροεγκληματικότητα θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία