μικροβαρύτητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μικροβαρύτητα | οι | μικροβαρύτητες |
γενική | της | μικροβαρύτητας | των | μικροβαρυτήτων |
αιτιατική | τη | μικροβαρύτητα | τις | μικροβαρύτητες |
κλητική | μικροβαρύτητα | μικροβαρύτητες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μικροβαρύτητα (νεολογισμός) < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική microgravity. Μορφολογικά αναλύεται σε μικρο- + βαρύτητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμικροβαρύτητα θηλυκό
- (νεολογισμός, φυσική, αστρονομία) η πολύ μικρή βαρύτητα του διαστήματος
Μεταφράσεις
επεξεργασία μικροβαρύτητα
Πηγές
επεξεργασία- μικροβαρύτητα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- μικροβαρύτητα - Χριστοφίδου Αναστασία, (επιμ.), Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 9-10, έτος 2009. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr