μικροατύχημα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /mi.kɾo.aˈti.çi.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μι‐κρο‐α‐τύ‐χη‐μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροατύχημα ουδέτερο
- όχι ιδιαίτερα σοβαρό ατύχημα
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροατύχημα
|