ατυχηματάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ατυχηματάκι | τα | ατυχηματάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | ατυχηματάκι | τα | ατυχηματάκια |
κλητική | ατυχηματάκι | ατυχηματάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ατυχηματάκι < ατύχημα + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαατυχηματάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του ατύχημα
- ※ Την πρόδωσε το φορμάκι της! Τα έβγαλε όλα στη φόρα η Ελληνίδα αθλήτρια πατινάζ. Το ατυχηματάκι που έκανε τα φλας των φωτογράφων να αστράφτουν. (www.star.gr, 25.06.2018)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ατυχηματάκι
|
Πηγές
επεξεργασία- ατυχηματάκι - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)