μιθριδατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαμιθριδατικός < Μιθριδάτης + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίαμιθριδατικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον Μιθριδάτη ή αναφέρεται σ' αυτόν
- οι Μιθριδατικοί πόλεμοι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Μιθριδάτης
Μεταφράσεις
επεξεργασία μιθριδατικός