Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μιαιφονί αἱ μιαιφονίαι
      γενική τῆς μιαιφονίᾱς τῶν μιαιφονιῶν
      δοτική τῇ μιαιφονί ταῖς μιαιφονίαις
    αιτιατική τὴν μιαιφονίᾱν τὰς μιαιφονίᾱς
     κλητική ! μιαιφονί μιαιφονίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μιαιφονί
γεν-δοτ τοῖν  μιαιφονίαιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μιαιφονία < μιαίνω + φόνος + -ία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μιαιφονία θηλυκόαιφονία)

  1. μίανση που προέρχεται από φόνο που διαπράχθηκε
  2. (κατ’ επέκταση) (μιαρός) φόνος
    Ὁ τρόπος σου δολιότητος γέμει, παράνομε Ἰούδα· νοσῶν γὰρ φιλαργυρίαν, ἐκέρδησας μισανθρωπίαν· εἰ γὰρ πλοῦτον ἠγάπας, τί τῷ περὶ πτωχείας διδάσκοντι ἐφοίτας; Εἰ δὲ καὶ ἐφίλεις, ἵνα τί ἐπώλεις τὸν ἀτίμητον, προδιδοὺς εἰς μιαιφονίαν. Φρῖξον, ἥλιε, στέναξον ἡ γῆ, καὶ κλονουμένη βόησον· Ἀνεξίκακε Κύριε, δόξα σοι. (Δοξαστικό του όρθρου της Μεγάλης Πέμπτης)
  3. ενοχή για φόνο που διαπράχθηκε
  4. αιμοδιψία

Συγγενικά επεξεργασία