μιαιφονία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | μιαιφονίᾱ | αἱ | μιαιφονίαι |
γενική | τῆς | μιαιφονίᾱς | τῶν | μιαιφονιῶν |
δοτική | τῇ | μιαιφονίᾳ | ταῖς | μιαιφονίαις |
αιτιατική | τὴν | μιαιφονίᾱν | τὰς | μιαιφονίᾱς |
κλητική ὦ! | μιαιφονίᾱ | μιαιφονίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μιαιφονίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | μιαιφονίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμιαιφονία θηλυκό (μῐαιφονία)
- μίανση που προέρχεται από φόνο που διαπράχθηκε
- (κατ’ επέκταση) (μιαρός) φόνος
- Ὁ τρόπος σου δολιότητος γέμει, παράνομε Ἰούδα· νοσῶν γὰρ φιλαργυρίαν, ἐκέρδησας μισανθρωπίαν· εἰ γὰρ πλοῦτον ἠγάπας, τί τῷ περὶ πτωχείας διδάσκοντι ἐφοίτας; Εἰ δὲ καὶ ἐφίλεις, ἵνα τί ἐπώλεις τὸν ἀτίμητον, προδιδοὺς εἰς μιαιφονίαν. Φρῖξον, ἥλιε, στέναξον ἡ γῆ, καὶ κλονουμένη βόησον· Ἀνεξίκακε Κύριε, δόξα σοι. (Δοξαστικό του όρθρου της Μεγάλης Πέμπτης)
- ενοχή για φόνο που διαπράχθηκε
- αιμοδιψία