Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μίανση οι μιάνσεις
      γενική της μίανσης* των μιάνσεων
    αιτιατική τη μίανση τις μιάνσεις
     κλητική μίανση μιάνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, μιάνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μίανση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μίανση θηλυκό

  • το αποτέλεσμα του μιαίνω, η παραβίαση ή προσβολή κάποιου πράγματος που είναι ιερό, σεβαστό
    μίανση του μνημείου με ακαθαρσίες

  Μεταφράσεις επεξεργασία