μηνοειδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | μηνοειδής | η | μηνοειδής | το | μηνοειδές |
γενική | του | μηνοειδούς* | της | μηνοειδούς | του | μηνοειδούς |
αιτιατική | τον | μηνοειδή | τη | μηνοειδή | το | μηνοειδές |
κλητική | μηνοειδή(ς) | μηνοειδής | μηνοειδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | μηνοειδείς | οι | μηνοειδείς | τα | μηνοειδή |
γενική | των | μηνοειδών | των | μηνοειδών | των | μηνοειδών |
αιτιατική | τους | μηνοειδείς | τις | μηνοειδείς | τα | μηνοειδή |
κλητική | μηνοειδείς | μηνοειδείς | μηνοειδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μηνοειδής < αρχαία ελληνική μηνοειδής
Επίθετο
επεξεργασίαμηνοειδής
- που έχει το σχήμα μηνίσκου ή μισοφέγγαρου
Μεταφράσεις
επεξεργασία μηνοειδής
|