↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μηνοειδής η μηνοειδής το μηνοειδές
      γενική του μηνοειδούς* της μηνοειδούς του μηνοειδούς
    αιτιατική τον μηνοειδή τη μηνοειδή το μηνοειδές
     κλητική μηνοειδή(ς) μηνοειδής μηνοειδές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μηνοειδείς οι μηνοειδείς τα μηνοειδή
      γενική των μηνοειδών των μηνοειδών των μηνοειδών
    αιτιατική τους μηνοειδείς τις μηνοειδείς τα μηνοειδή
     κλητική μηνοειδείς μηνοειδείς μηνοειδή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μηνοειδής < αρχαία ελληνική μηνοειδής

  Επίθετο

επεξεργασία

μηνοειδής

  Μεταφράσεις

επεξεργασία