Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μηλοπλακοῦς οἱ μηλοπλακοῦντες
      γενική τοῦ μηλοπλακοῦντος τῶν μηλοπλακούντων
      δοτική τῷ μηλοπλακοῦντ τοῖς μηλοπλακοῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν μηλοπλακοῦντ τοὺς μηλοπλακοῦντᾰς
     κλητική ! μηλοπλακοῦς μηλοπλακοῦντες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μηλοπλακοῦντε
γεν-δοτ τοῖν  μηλοπλακούντοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πλακοῦς' όπως «πλακοῦς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μηλοπλακοῦς < μῆλο(ν) + πλακοῦς (πίτα)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μηλοπλακοῦς, -οῦντος αρσενικό (ελληνιστική κοινή)

  • (γαστρονομία, γλυκό) είδος γλυκίσματος με κυδώνια και μέλι
    ※  2ος↓ αιώνας Γαληνός, Περὶ τῶν ἐν ταῖς τροφαῖς δυνάμεων, 2.23.3 @scaife.perseus
    ἐν Συρίᾳ δὲ καὶ τὸν καλούμενον μηλοπλακοῦντα ϲυντιθέαϲιν, ἔδεϲμα μόνιμον οὕτωϲ, ὡϲ εἰϲ Ῥώμην κομίζεϲθαι μεϲτὰϲ αὐτοῦ λοπάδαϲ καινάϲ. ϲύγκειται δ’ ἐκ μέλιτόϲ τε καὶ ϲαρκὸϲ μήλων λελειωμένηϲ ἑφθῆϲ ἅμα τῷ μέλιτι.

Παράγωγα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία