μετρολαγνεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.tɾo.laˈɣni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τρο‐λα‐γνεί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
μετρολαγνεία θηλυκό
- (νεολογισμός) η μανία για τη λήψη μέτρων
- ※ Οι αρνητικές εξελίξεις στα δημόσια έσοδα δεν αποκλείεται να οδηγήσουν σε μία νέα βίαιη προσαρμογή των δαπανών, δεδομένου ότι ο υπουργός χθες σε έντονο ύφος απέρριψε κάθε ενδεχόμενο λήψης νέων φορολογικών μέτρων, κάνοντας, μάλιστα, λόγο για μετρολαγνεία. (Προκόπης Χατζηνικολάου, Ξεπερνάει τα 2 δισ. ευρώ η υστέρηση των δημοσίων εσόδων στο εξάμηνο, Η Καθημερινή, 6 Ιουλίου 2010)
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετρολαγνεία
|
Πηγές επεξεργασία
- Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr