Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μετρολαγνεία οι μετρολαγνείες
      γενική της μετρολαγνείας των μετρολαγνειών
    αιτιατική τη μετρολαγνεία τις μετρολαγνείες
     κλητική μετρολαγνεία μετρολαγνείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

μετρολαγνεία < μέτρ(ο) + -ο- + λαγνεία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /me.tɾo.laˈɣni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: με‐τρο‐λα‐γνεί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μετρολαγνεία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr