μετοχάρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
μετοχάρης αρσενικό (θηλυκό μετοχάρισσα)
- κάποιος που κατοικεί κι εργάζεται σε μετόχι μονής
- μοναχός που είναι υπεύθυνος για τα μετόχια του μοναστηριού του
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μετόχι
Μεταφράσεις επεξεργασία
μετοχάρης
|